- δαιμονιοῦχος
- δαιμονιοῦχος αἰτία,A spiritual cause, Procl. in Prm.p.513S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονιούχος — δαιμονιοῡχος, η (Α) φρ. «δαιμονιοῡχος αἰτία» κατηγορία ότι κάποιος κατέχεται από δαίμονα … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek